τυφεδών

τυφεδών
τῡφεδ-ών, όνος, ,
A nonsense, humbug, Neophro (?) Trag. in PLit.Lond.77 Fr.2.16, Call.Fr.98b (where acc. -ῶνα for -όνα metri gr.), Oenom. ap. Eus.PE5.36.
II Τυφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως, Suid., cf. Theognost.Can.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυφεδών — όνος και ῶνος, ἡ, Α 1. καύση, φλόγωση 2. πυρσός, λαμπάδα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα (ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)] …   Dictionary of Greek

  • ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …   Dictionary of Greek

  • τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”